- περιγραφικός
- -ή, -ό / περιγραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [περιγραφή]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφήνεοελλ.1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος»)2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια και παραστατικότητα3. αυτός που δεν διεισδύει στην ουσία ενός πράγματος ή φαινομένου, που δεν εμβαθύνει σε κάτι, επιφανειακός4. φρ. α) «περιγραφική γλωσσολογία» γλωσσ. μορφή τού γλωσσικού δομισμού ή στρουκτουραλισμού, που αναπτύχθηκε κυρίως στην αμερικανική ήπειρο μετά τον Μπλούμφηλντ και η οποία χρησιμοποιεί ως αποκλειστική μέθοδο ανάλυσης τών γλωσσικών φαινομένων την περιγραφήβ) «περιγραφική γεωμετρία»μαθημ. η παραστατική γεωμετρίαγ) «περιγραφική μετεωρολογία»(μετεωρ.) το σύνολο τών βασικών αρχών τής μετεωρολογίας και τών επιστημών τής ατμόσφαιρας που αναλύονται με περιγραφικό παρά με θεωρητικό ή δυναμικό τρόποαρχ.αυτός που δηλώνει ένα συμπέρασμα, συμπερασματικός.επίρρ...περιγραφικώς / περιγραφικῶς ΝΑ και περιγραφικά Ν1. με περιγραφή2. κατά τρόπο περιγραφικό.
Dictionary of Greek. 2013.